- ρυθμικός
- -ή, -ό / ῥυθμικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ῥυθμός]1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον ρυθμό2. αυτός που διατάσσεται, διατυπώνεται ή εκτελείται με ρυθμικότητα, κανονικότητα ή συμμετρία, έρρυθμος (α. «ρυθμική κίνηση» β. «ρυθμική μελωδία»«ῥυθμική λέξις», Διον. Αλ.)3. το αρσ. ως ουσ. ο ρυθμικός(για πρόσ.) ο έμπειρος γνώστης τών διαφόρων μουσικών και ποιητικών ρυθμών4. το θηλ. ως ουσ. η ρυθμικήη μελέτη τών ρυθμών στη μουσική, στην ποίηση, στη ρητορική και στη γυμναστική5. φρ. «ρυθμική αγωγή»μουσ. η ταχύτητα εκτέλεσης τού ρυθμού («ἀγωγὴ δ' ἐστὶ χρόνων τάχος ἢ βραδύτης», Κοϊντλ.)νεοελλ.1. το θηλ. ως ουσ. η τονική στιχουργία σε αντιδιαστολή προς την προσωδιακή2. φρ. α) «ρυθμική γυμναστική» — σύστημα έκφρασης όλων τών παραμέτρων τής μουσικής, όπως είναι η μελωδία, ο ρυθμός, η δυναμική, η αρμονία, η ενορχήστρωση, ο όγκος, η πυκνότητα, η άρθρωση, η δομή τής μορφής, το ύφος και η τεχνοτροπία, μέσω τού ανθρώπινου σώματοςβ) «ρυθμικός πεζός λόγος»λογοτ. μορφή πεζού λόγου στην οποία ενυπάρχει ρυθμός, δηλαδή συγκεκριμένη τάξη τών λέξεων, που προσδίδει και στον λόγο ιδιαίτερη φωνητική αξία, ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση, ιδιαίτερη ένταση ή σημασία, αλλ. ρυθμική πεζογραφία.επίρρ...ρυθμικώς / ῥυθμικῶς ΝΜΑ, και ρυθμικά Νμε ρυθμικό τρόπο, με ρυθμό.
Dictionary of Greek. 2013.